- κατασκευασάμενος
- κατασκευάζωequipaor part mid masc nom sgκατασκευάζωequipaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
JEHOUD vel JEOUD — a Saturno immolatus dicirur Porphyrio, ab Euseb. adducto Praepar. Evang. l. 1. Κρόνος τοίνυν, ὃν ὀε φοίνικες Ι᾿σραὴλ προσαγορεύουσι, βασιλεύων τῆς χώρας ῾φοινίκων᾿ καὶ ὕςτερον μετὰ τὴν τοῦ βίου τελευτὴν εἰς τὸν τοῦ Κρόνου ἀςτέρα καθιερωθεὶς, ἐξ… … Hofmann J. Lexicon universale